κοινωφέλεια

κοινωφέλεια
η (AM κοινωφέλεια, Α και κοινωφελία) [κοινωφελής]
όφελος, ευεργέτημα που προορίζεται για το κοινωνικό σύνολο, κοινή χρησιμότητα, κοινή ωφελιμότητα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • κοινωφέλεια — η κοινή ωφελιμότητα, ωφέλεια που προορίζεται για το κοινό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κοινωφελία — κοινωφελία, ἡ (Α) βλ. κοινωφέλεια …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”